τοξοσύνη

τοξοσύνη
τοξο-σύνη, ,
A bowmanship, archery, Il.13.314, E.Andr.1194 (lyr.).—Poet. word, ἡ τοξική being used in Prose.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τοξοσύνη — bowmanship fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοσύνῃ — τοξοσύνη bowmanship fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοσύνη — ἡ, Α (ποιητ. τ.) η τέχνη τού να τοξεύει κανείς, η ικανότητα στην τόξευση («ὃς ἄριστος τοξοσύνῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κατάλ. σύνη*] …   Dictionary of Greek

  • τοξοσύναι — τοξοσύνη bowmanship fem nom/voc pl τοξοσύνᾱͅ , τοξοσύνη bowmanship fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοσύνην — τοξοσύνη bowmanship fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοσύνης — τοξοσύνη bowmanship fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξοσύνᾳ — τοξοσύναι , τοξοσύνη bowmanship fem nom/voc pl τοξοσύνᾱͅ , τοξοσύνη bowmanship fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοξικός — ή, ό / τοξικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός κάθε ουσίας, ενδογενούς ή εξωγενούς, που μπορεί να προκαλέσει βλάβη ενός ζωντανού οργανισμού, αλλά και τών παθολογικών καταστάσεων που προκύπτουν από τη δράση μιας τέτοιας ουσίας (α. «τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”